Saturday, June 16, 2007

Έσβησα τα φώτα στο σαλόνι. Ήταν άχρηστα. Ο άλλος κοιμόταν στον καναπέ. Ξύπνησε –το περίμενα. Η φωνή του με πρόλαβε στην πόρτα : «Βγαίνεις;».

- Ναι.

- Τι ώρα είναι;
- Πέντε.
- Το πρωί;
- Ναι.
- Και βγαίνεις;
- Ναι.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά τα έχασα για λίγο, αιφνιδιασμένος από τη θέα του γκριζοκίτρινου δρόμου ξημερώματα τρίτης. Ξαναπροσαρμόστηκα και αναλογίστηκα τα γεγονότα των τελευταίων τριών λεπτών, σκεπτόμενος να τα καταγράψω. Δυο τετράγωνα αργότερα έφτασα στο αδιέξοδο του να περιγράφω τη στιγμή που φτάνω στο αδιέξοδο και αποφάσισα απλά να περπατήσω μέχρι το περίπτερο.

Φτάνοντας στη λεωφόρο, είδα μέσα απ’ τη βιτρίνα της κάβας το περίπτερο απέναντι ανοιχτό. 24ωρα περίπτερα, σκέφτηκα. Μόλις έστριψα στη γωνία σταμάτησε να είναι ανοιχτό. Το γεγονός δε με εξέπληξε. Συνέχισα να κινούμαι, παρατηρώντας τους ανθρώπους που περιδιάβαιναν σιωπηλοί τα πεζοδρόμια, μην κοιτώντας τίποτα εκτός απ’ το έδαφος μπροστά τους. Ακριβώς μπροστά τους.

Ρώτησα έναν τύπο στη στάση του τρόλει για περίπτερο. Κούνησε το χέρι του προς μια κατεύθυνση και μουρμούρισε σπαστά ελληνικά, αποστρέφοντας το βλέμμα του. Συνέχισα να περπατάω. Πέρασα από μια εκκλησία που παίζαμε μικροί. Πολύ μικροί. Θυμήθηκα πως είχε ένα stack από πίσω για να πηδάς τη μάντρα, ακριβώς αυτό ήταν, ένα stack με ένα κιβώτιο και κάτι άλλο. Δε θυμόμουν απολύτως τίποτα άλλο, με ποιον έπαιζα ή κάτι τέτοιο. Ήταν θλιβερό.

Περπατώντας είδα ζευγάρια ανθρώπων, άλλους μέσα σε αμάξια, άλλους μεθυσμένους να βγαίνουν από φτηνά κωλόμπαρα, να τσακώνονται και να γκαρίζουν. Μου φάνηκαν απειλητικοί μόνο και μόνο επειδή υπήρχαν, ήταν εκεί αυτήν την ώρα και περπατούσαν και ανέπνεαν, με βρώμικα στόματα και βρώμικα μυαλά. Έφτασα στο περίπτερο.

Πήρα πέντε μπύρες, δυο πακέτα τσιγάρα, snacks και μια σοκολάτα. Ο περιπτεράς με κοίταζε σαν κάτι να τον ενοχλούσε πάνω μου. Δε μου έκανε εντύπωση. Κι εμένα κάτι μ’ ενοχλούσε πάνω μου και θα μ΄ ενοχλούσε περισσότερο αν δεν ήμουν εγώ. Πλήρωσα και ξεκίνησα προς το σπίτι.

Περισσότεροι άνθρωποι περπατούσαν δεξιά κι αριστερά, κάποιοι με αργόσυρτο βήμα -ύπουλο βήμα ή άνετο βήμα. Εγώ περπατούσα βιαστικά και σκέφτηκα αυτή είναι η διαφορά μας, αυτοί περπατάνε αργά και βασανιστικά, τους προσπερνάς και νιώθεις το βλέμμα τους καρφωμένο στην πλάτη σου, να σε επεξεργάζεται σαν αλιγάτορας και αναρωτιέσαι τι διάολο κάνει αυτός τέτοια ώρα εδώ, δε νιώθεις άνετα, ό,τι κι αν έχεις κάνει, όπου κι αν έχεις πάει, αν κάποτε ένιωσες άβολα, θα ξανανιώσεις και θ’ αναρωτηθείς, μα η σκέψη σου τρέχει και πλέον έμαθες να αγχώνεσαι, να αγχώνεσαι για τα πάντα και περπατάς βιαστικά κοιτώντας γύρω σου όλους αυτούς που περπατάνε μαζί σου και συνειδητοποιώντας τις διαφορές σου απ’ αυτούς τους ανθρώπους που φαίνονται σχεδόν διάφανοι μέσα στη νύχτα.

Μέχρι που κοιτάς το χέρι σου και βλέπεις από μέσα του τις ρωγμές του πεζοδρομίου που τόσο καλά ξέρεις και ελαττώνεις την ταχύτητά σου.

7 Comments:

Blogger ypo said...

aggizeis ta oria tis disidaimonias..

6/17/07, 2:04 PM  
Anonymous Anonymous said...

H περιγραφή σου ζωντανεύει τις εικόνες του δρόμου που περιγράφεις αλλά και το γενικότερο συναίσθημα της όλης κατάστασης.

Keep up !!!!!!

6/19/07, 6:59 PM  
Anonymous Anonymous said...

AGori mou eisai 8eos!!!

7/10/07, 3:18 PM  
Blogger zbouaerg said...

lol
kalampok, is that you?~!!/!~1

ougk

7/10/07, 4:36 PM  
Anonymous Anonymous said...

Wres wres den 3erw an prepei na se xairethsw h na se skotwsw

2/9/08, 5:52 AM  
Anonymous Anonymous said...

να υποθέσω ότι η όλη ιστορία διαδραματίζεται σε μια απο αυτές τις γειτονιές των πατησίων που χρειάζεσαι γόνδολα για να διασχισεισ τα ποτάμια μιζέριας! 3 λολ και γουτοθφου

10/29/09, 3:42 PM  
Blogger zbouaerg said...

αλκαμένους κάτω απ' τις λάμπες που χαλάσανε στο μεγάλο πόλεμο ax0ax0ax0 + 5 wtF

ougk

10/29/09, 3:47 PM  

Post a Comment

<< Home