Thursday, March 26, 2009

   Άνοιξα την πόρτα και κράτησα το τιμόνι μόνο με το δεξί. Κατάφερα να το αρπάξω. Με άρπαξε κι αυτό. Έπρεπε να χρησιμοποιήσω και τα δύο χέρια. Η Lilly έπιασε το τιμόνι. Ήταν εντάξει όσο πηγαίναμε στην έρημο, ένας δρόμος στο χρώμα της σκουριάς να διασχίζει μια αχανή έκταση που έλαμπε πορτοκαλί στο σούρουπο. Ξαφνικά βρεθήκαμε στο βουνό, ένας δρόμος γεμάτος στροφές - ίσως καθόλου ξαφνικά, μπορεί ακόμα και να 'μασταν εκεί εξαρχής. Κέρδισε στην πάλη και με πέταξε έξω απ' το αμάξι. Εξαφανίστηκε σε κάποιο άλλο setting. Μετά από δευτερόλεπτα, πετάχτηκε και η Lilly ενώ το αμάξι έτρεχε. Το golem του αμαξιού είχε ζωντανέψει. Δεν είχαμε καταλάβει τίποτα τότε.
   Δε μπορώ να σκεφτώ γιατί δεν τρέξαμε πίσω απ' το αμάξι, πήγαινε πολύ αργά στην κατηφόρα και ίσως να μπορούσαμε ακόμα και να το προλάβουμε τρέχοντας (μάλλον υπερβάλλω), μα δεν του δώσαμε σχεδόν καμία σημασία. Με κάποιον παρανοϊκό τρόπο, δε φούνταρε πουθενά και δεν τράκαρε σε κάποιο απ' τα αμέτρητα πεύκα, συνέχισε να πηγαίνει σταθερά, με ελάχιστες σποραδικές αποκλίσεις στην πορεία που το βοηθούσαν να στρίβει πάντα με τόση ακρίβεια ώστε να εφάπτεται στους γκρεμούς και τα δέντρα σε κάθε στροφή. Ένα γεωμετρικά οδηγούμενο αυτοκίνητο, με τη λιγότερη δυνατή ξοδευόμενη ενέργεια. Τώρα που το ξανασκέφτομαι η μηχανή ήταν σβησμένη όταν η Lilly πετάχτηκε απ' το port baggage σε εμβρυακή στάση και προσγειώθηκε χαριτωμένα στη μέση του δρόμου.
   Αναρωτηθήκαμε τι να κάνουμε και ξαναλλάξαμε setting, ίσως και να περπατήσαμε ως εκεί. Ήμαστε στο ακριβώς διπλανό area, που ήταν αληθινά βουνά, ουσιαστικά ίδιο με το σημείο στο οποίο χάσαμε το αμάξι, απλά οι κατηφόρες ήταν πιο απότομες και κάπως το ήξερες, το ήξερες πως το βουνό ήταν αχανές, πανύψηλο και αφιλόξενο, έτοιμο να... Το προηγούμενο area ήταν στην πραγματικότητα μια απ' τις εισόδους στο ποτάμι και περιλάμβανε και κάποιες παρυφές του βουνού κι απ' τις δύο μεριές του. Ήμουν σίγουρος πως είχε εξαφανιστεί στο ποτάμι, σε μια από τις έδρες του, μάντευα και σε ποια - εκεί που ο αέρας είναι βαρύς σα μολύβι και πρέπει να κινείσαι από περικοκλάδα σε περικοκλάδα και να 'σαι έτοιμος να τα βάλεις με όλους και με όλα, ψάχνοντας να ξεκλέψεις τρεις ώρες ύπνου σε κάποια γούρνα - safe point, τρομακτικοί κίνδυνοι μα δε αισθάνεσαι καθόλου άσχημα, είναι μάλλον σα να πρωταγωνιστείς σε κάτι τελείως απροσδιόριστο.
   Πήγαμε στο ψιλικατζίδικο· βασικά είχαμε καυλώσει και θέλαμε να πηδηχτούμε στη φύση, δεν είχαμε καθόλου λεφτά, η Lilly μου 'πε πως θα το χειριστεί αυτή και μπήκε μέσα, ο διάλογος ήταν γεμάτος μικρά καλόβολα ψέματα μα ειλικρινής:
   - Γεια σας.
   - Γεια σου, κορίτσι μου.
   - Θα ήθελα ένα στυλό.
   - Φυσικά.
   Ψάξιμο τσέπης, υποκρινόμενη πως μόλις συνειδητοποίησε ότι δεν έχει λεφτά πάνω της, στιγμιαίος πανικός ακολουθούμενος από απότομη ηρεμία και γλύκα στη φωνή της:
   - Έρχεσαι λίγο;
   Βάζω το κεφάλι μου μέσα σπρώχνοντας τη τζαμένια πόρτα, ξαφνικά παρατηρώ πόσο εξωφρενικά μικρός είναι ο χώρος, δύσκολα θα χώραγα κι εγώ. Δε νομίζω να ήταν έτσι όταν τον πρωτοείδα, δύο λεπτά νωρίτερα. Γνέφω στον τύπο, μου γνέφει πίσω.
   - Δώσμου λίγα ψιλά.
   - Το πορτοφόλι μου έμεινε στο αμάξι.
   Απογοητεύεται.
   - Σκατά.
   Λυπημένο ύφος.
   - Δεν πειράζει, πάρτε το και μου το πληρώνετε αργότερα.
   Λευκά μαλλιά και παχύ μουστάκι / μικρή καράφλα / καρώ πουκάμισο κάτω από μπορντώ γιλέκο. Ζεστό και έξυπνο βλέμμα. Του εξηγούμε αυτό που μας συνέβη ή κάτι άλλο, μας χαρίζει ένα νεύμα γεμάτο κατανόηση και κάποια τετριμμένη σοφία, τον χαιρετάω και βγαίνω.
   - Ευχαριστούμε πολύ!
   - Τίποτα.
   Έξω, προχωράμε και η ψύχρα είναι ευχάριστη στο πρόσωπο και τα χέρια μου, φοράω τώρα μια μπεζ καμπαρντίνα και αντίστοιχα υπόλοιπα ρούχα, η Lilly με προφταίνει και περπατάει δίπλα μου γράφοντας κάτι σ' ένα λεπτό κίτρινο χαρτί, νομίζω Α5, με το Bic που μόλις πήραμε. Τη μια στιγμή αναρωτιέμαι γιατί διάολο πήραμε ένα στυλό κι όχι αυτό για το οποίο ήρθαμε, φαίνεται να 'χει περάσει πολλή ώρα, είμαστε σε τελείως διαφορετικό σημείο της ημέρας, φαινόμαστε πολύ αλλαγμένοι, πως θα βρούμε το αμάξι, "πρέπει να ΄σαι λίγο μαλάκας για να παλεύεις και με τα δύο χέρια ενώ οδηγείς", λέει ένας ντόπιος, συζητάμε μα έχει αρχίσει και σκοτεινιάζει πολύ, τη μία στιγμή αναρωτιέμαι για το στυλό και την άλλη έχουμε πάλι αλλάξει setting.
   Το μοναδικό κτίριο στον ορίζοντα της ερήμου, close up, είναι στην πραγματικότητα μια πόλη φτιαγμένη έτσι ώστε να μοιάζει με κτίριο. Κάθομαι σε σκαλιά με, πιθανόν, τέσσερις φίλους. Κάτι συζητάμε. Νιώθω καινούριος εδώ, τα πάντα στην πόλη είναι λευκά, ακόμα και τα ρούχα μας - λευκά σα ν' απλώθηκε τέλεια άσπρη μπογιά ριγμένη με έναν τεράστιο κουβά. Μιλάμε για κάτι και νομίζω πως είναι τα σκαλιά του σχολείου, σηκώνομαι ξαφνικά σαν κάτι να συνειδητοποίησα, ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Είναι ένα μακρόσυρτο δωμάτιο με οθόνες απ' τη μία και πολυθρόνες απ' την άλλη, αγόρια και κορίτσια κάθονται στις πολυθρόνες και στο πάτωμα και βλέπουν τηλεόραση, παίζουν σε κονσόλες, φιλιούνται, πίνουν μπάφους, τρώνε πατατάκια. Με κάποια απ' αυτές, κάποτε, μα και τώρα, βρίσκομαι σε δύο θέσεις ταυτόχρονα, θυμάμαι το στυλό από αργότερα και μπερδεύομαι, δεν είχε περάσει τόση ώρα, είμαι καυλωμένος σ' ένα κρεβάτι βγάζοντας το πουκάμισό μου, είμαι στο κατώφλι της πόρτας και σκέφτομαι, όλοι απορροφημένοι βλέποντας, παίζοντας, βγάζω το πουκάμισό μου και γέρνω πάνω της, διασχίζω το δωμάτιο περνώντας πάνω από καλώδια και μαστούρια, τη φιλάω απαλά καθώς ανοίγω την πόρτα στο τέρμα του δωματίου ανεβαίνοντας δύο σκαλιά καλυμμένα με πλακάκια τουαλέτας και είμαι σ' ένα δωμάτιο με δυο πόρτες, ανοίγω τη γυναικεία και κάποια είναι εκεί (όχι αυτή), στην ανδρική κατουράω και βγαίνοντας πέφτω πάνω σε δύο αθώες ογκώδεις φάτσες με κοστούμια που συστήνονται ως συνθέτες και συζητάμε για μουσική, ο ένας εμφανίζει κάτι σαν τσέμπαλο δικής του κατασκευής και αρχίζει να παίζει, ο δεύτερος αρχίζει να αραδιάζει μουσικές ασημαντότητες με τεράστιο ενθουσιασμό, αμφισβητώ την αμεροληψία μου καθώς απομακρύνομαι στο δωμάτιο πίσω απ' την ανδρική πόρτα που είναι τώρα όλο και μεγαλύτερο, η φωνή σβήνει απότομα μόλις την κλείνω πίσω μου και ξανανοίγω τη γυναικεία. Αυτή τη φορά βρίσκομαι σε μια τάξη κι αυτή είναι στο ίδιο σημείο και στην ίδια στάση με πριν, χέρια σταυρωμένα στο στήθος, 3/4 ως προς εμένα, βλέμμα καρφωμένο πάνω μου, μοιάζει με stand έξω από παλιό αμερικάνικο φαρμακείο, μακριές μπούκλες καθώς τη ρωτάω αν εδώ θα κάνουμε μάθημα και μου απαντάει ναι ενώ προσέχω τα ελάχιστα καθίσματα νηπιαγωγείου και της λέω πως δεν είναι αρκετά κι άλλωστε είναι πολύ μικρά για μας και μου λέει με ύφος γεμάτο υπονοούμενα πως το μόνο πρόβλημα είναι όταν θέλουν να κάνουμε σχέδιο.
   Βγαίνω και ξαναβρίσκομαι στο δωμάτιο με τις τηλεοράσεις και τις πολυθρόνες, ξεκινάω προς την έξοδο ενώ ταυτόχρονα σηκώνομαι απ' τα σκαλιά απ' έξω και μαζί μου σηκώνεται κι η Lilly ή αυτή, διασχίζω το δωμάτιο πετώντας κάτω τασάκια και χειριστήρια, βγάζω τα κλειδιά του αμαξιού απ' την τσέπη μου, ανοίγω την εξώπορτα και τυφλώνομαι απ' το μεσημεριανό ήλιο και την αντηλιά της ερήμου καθώς ξεκλειδώνω το αμάξι και μπαίνουμε μέσα, ξεκινώντας προς τα βουνά που αρχίζουν και αχνοφαίνονται στον ορίζοντα.