Tuesday, June 19, 2007

Τραβάμε τα μανίκια μας ψηλά.

Προχωράμε μπροστά ολοταχώς! Καινούρια κτίρια, ψηλότερα από τα παλιά! Μια κοινωνία ανεκτικότερη στο διαφορετικό, χρήστες ναρκωτικών συζητάνε για την υγρασία και την ευημερία με γηραιές κυρίες στα μεσαία καθίσματα αστικών λεωφορείων. Και στους δύο η θέση επαραχωρήθη οικιοθελώς από ευγενικούς νεανίες, οι οποίοι κατόπιν ανέβηκαν θαρραλέα στις, επαναφερμένες τον τελευταίο μήνα, εξωτερικές πλατφόρμες των μέσων μαζικής μεταφοράς, για να κάνουν χώρο για ακόμα περισσότερους συμπολίτες τους. Μάλλον θα το έκαναν από συνήθεια, μιας και τα εν λόγω μέσα είναι πάντα άνετα και παρεμπιπτόντως, φτάνουν πάντοτε στην ώρα τους, με τους οδηγούς να χαμογελάνε και να ανοίγουν τις πόρτες με προθυμία. Εδώ που τα λέμε, δε χρειαζόταν να σηκωθούν καν.

Η λέξη «κράτος» καταργήθηκε. Πλέον οι πολίτες λένε «τρίτος γονιός», εν συντομία «τρίγος» και πολλοί παιάνες άδραξαν την ευκαιρία, χρησιμοποιώντας κατά κόρον τη λέξη «ρίγος». Οι δημοκρατικές διαδικασίες ποτέ δεν εγνώρισαν μεγαλύτερη άνθιση, με την προσέλευση στις εκλογές να αγγίζει το 100% και το στατιστικό λάθος να καταργείται μέσα σ’ ένα κλίμα γενικότερης ευημερίας. Πολλοί πολιτικοί απαντώνται να βοηθούν απλούς εργάτες στις δουλειές τους, κάτω από τον ζεστό και ευχάριστο ήλιο. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου δεν ανησυχεί πλέον κανέναν, γιατί τους ανησύχησε όλους μαζί και το αντιμετωπίσανε.

Μη νομίσετε πως η ένδοξη πατρίς μας μοναχά απολαμβάνει αυτήν την ανεπανάληπτη ευημερία. Το ίδιο κλίμα ανθεί παγκοσμίως, με τον συμπαθή κλάδο των ανθοπωλών να αποτελεί πια οικονομική υπερδύναμη, αντικαθιστώντας τον, μισητό πλέον, παλαιότερο παράγοντα των εμπόρων οπλικών συστημάτων. Φυσικά τα περιττά του οφέλη τα αντλεί απευθείας στους λιγότερο τυχερούς, που πλέον αποτελούν μια συνθλιπτική μειοψηφία, στα όρια τη εξαφάνισης. Η ευημερία βρίσκεται σε καθενός το πρόσωπο, στην τσέπη όλων!

Πράσινο! Τρεις είναι οι χώρες παγκοσμίως που το κυβερνόν κόμμα δεν έχει κάποιο παράγωγο της λέξης «οικολογία» στο όνομά του κι αυτό απλά επειδή επέλεξαν να μην αλλάξουν το παλαιό τους, για ιστορικούς λόγους. Επτά είναι τα γνωστά είδη προς εξαφάνιση, με αρκετά παλαιότερα να επανεμφανίζονται για να ευημερήσουν για ακόμα μια περίοδο, πέραν της πρωτύτερης στην οποία είχαν, κάποτε, ενταχθεί από τους παλαιοντολόγους. Κάποιες έρημοι μεταλλάχθηκαν σε βοσκοτόπια και το χαντάκι των Μαριάννων αγγίζει, τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο, τα 19.000 μέτρα βάθος.

Τα διαζύγια πλέον μεταδίδονται συνήθως στις ειδήσεις και οι διαζευγμένοι λαμβάνουν χιλιάδες επιστολές, κάποιες από αυτές μνημεία συμπάθειας και κατανόησης και άλλες γραπτές ευκαιρίες για μια καινούρια αρχή. Όλοι έχουν δικαίωμα στην αγάπη!

Ο homo universalis είναι εδώ! Πολλοί σκουπιδιάρηδες, κατά παράξενη σύμπτωση, έδειξαν το ταλέντο τους στις τέχνες και τις επιστήμες και οι συναθροίσεις τους στην Κοπεγχάγη, δύο φορές το χρόνο, αποτελούν κοσμικό, καλλιτεχνικό και επιστημονικό γεγονός παγκοσμίου βεληνεκούς. Τα βραβεία νόμπελ έγιναν πλέον εβδομαδιαία για να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες της εποχής.

Η εποχή των απαγορεύσεων έλαβε τέλος! Ο έρωτας, τα ναρκωτικά και οι ιδέες διακινούνται ελεύθερα σε όλο το μήκος και το πλάτος του κοινωνικού ιστού και οι πάντες βρίσκουν το δικό τους μέτρο για να απολαύσουν τα ποίκιλα αγαθά που προσφέρονται. Η εγκληματικότητα έχει παρουσιάσει τέτοιες πτωτικές τάσεις, που πολλοί, κυρίως νέοι, δεν την αντιλαμβάνονται επακριβώς ως έννοια, όπως κάποτε δεν αντιλαμβανόντουσαν οι άνθρωποι την τηλεμεταφορά.

Η ισότητα είναι τόσο πλήρης, που τα σύνορα υπάρχουν πλέον απλά και μόνο για να θυμούνται οι λαοί λάθη του παρελθόντος και να ευφραίνονται για την ευημερία του σήμερα. Μονίμως αφύλαχτα, μετά την καθολική κατάργηση του στρατού που ψηφίστηκε στα ηνωμένα έθνη, διαβαίνονται ελεύθερα από ανέμελους πεζοπόρους με σακίδια γεμάτα καλούδια.

Τραβάμε τα μανίκια μας ψηλά.

Και επί τη ευκαιρία, τραβάμε και μια μαλακιούλα.

«Le monde marche! Pourquoi ne tournerait-il pas?»

Saturday, June 16, 2007

Έσβησα τα φώτα στο σαλόνι. Ήταν άχρηστα. Ο άλλος κοιμόταν στον καναπέ. Ξύπνησε –το περίμενα. Η φωνή του με πρόλαβε στην πόρτα : «Βγαίνεις;».

- Ναι.

- Τι ώρα είναι;
- Πέντε.
- Το πρωί;
- Ναι.
- Και βγαίνεις;
- Ναι.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά τα έχασα για λίγο, αιφνιδιασμένος από τη θέα του γκριζοκίτρινου δρόμου ξημερώματα τρίτης. Ξαναπροσαρμόστηκα και αναλογίστηκα τα γεγονότα των τελευταίων τριών λεπτών, σκεπτόμενος να τα καταγράψω. Δυο τετράγωνα αργότερα έφτασα στο αδιέξοδο του να περιγράφω τη στιγμή που φτάνω στο αδιέξοδο και αποφάσισα απλά να περπατήσω μέχρι το περίπτερο.

Φτάνοντας στη λεωφόρο, είδα μέσα απ’ τη βιτρίνα της κάβας το περίπτερο απέναντι ανοιχτό. 24ωρα περίπτερα, σκέφτηκα. Μόλις έστριψα στη γωνία σταμάτησε να είναι ανοιχτό. Το γεγονός δε με εξέπληξε. Συνέχισα να κινούμαι, παρατηρώντας τους ανθρώπους που περιδιάβαιναν σιωπηλοί τα πεζοδρόμια, μην κοιτώντας τίποτα εκτός απ’ το έδαφος μπροστά τους. Ακριβώς μπροστά τους.

Ρώτησα έναν τύπο στη στάση του τρόλει για περίπτερο. Κούνησε το χέρι του προς μια κατεύθυνση και μουρμούρισε σπαστά ελληνικά, αποστρέφοντας το βλέμμα του. Συνέχισα να περπατάω. Πέρασα από μια εκκλησία που παίζαμε μικροί. Πολύ μικροί. Θυμήθηκα πως είχε ένα stack από πίσω για να πηδάς τη μάντρα, ακριβώς αυτό ήταν, ένα stack με ένα κιβώτιο και κάτι άλλο. Δε θυμόμουν απολύτως τίποτα άλλο, με ποιον έπαιζα ή κάτι τέτοιο. Ήταν θλιβερό.

Περπατώντας είδα ζευγάρια ανθρώπων, άλλους μέσα σε αμάξια, άλλους μεθυσμένους να βγαίνουν από φτηνά κωλόμπαρα, να τσακώνονται και να γκαρίζουν. Μου φάνηκαν απειλητικοί μόνο και μόνο επειδή υπήρχαν, ήταν εκεί αυτήν την ώρα και περπατούσαν και ανέπνεαν, με βρώμικα στόματα και βρώμικα μυαλά. Έφτασα στο περίπτερο.

Πήρα πέντε μπύρες, δυο πακέτα τσιγάρα, snacks και μια σοκολάτα. Ο περιπτεράς με κοίταζε σαν κάτι να τον ενοχλούσε πάνω μου. Δε μου έκανε εντύπωση. Κι εμένα κάτι μ’ ενοχλούσε πάνω μου και θα μ΄ ενοχλούσε περισσότερο αν δεν ήμουν εγώ. Πλήρωσα και ξεκίνησα προς το σπίτι.

Περισσότεροι άνθρωποι περπατούσαν δεξιά κι αριστερά, κάποιοι με αργόσυρτο βήμα -ύπουλο βήμα ή άνετο βήμα. Εγώ περπατούσα βιαστικά και σκέφτηκα αυτή είναι η διαφορά μας, αυτοί περπατάνε αργά και βασανιστικά, τους προσπερνάς και νιώθεις το βλέμμα τους καρφωμένο στην πλάτη σου, να σε επεξεργάζεται σαν αλιγάτορας και αναρωτιέσαι τι διάολο κάνει αυτός τέτοια ώρα εδώ, δε νιώθεις άνετα, ό,τι κι αν έχεις κάνει, όπου κι αν έχεις πάει, αν κάποτε ένιωσες άβολα, θα ξανανιώσεις και θ’ αναρωτηθείς, μα η σκέψη σου τρέχει και πλέον έμαθες να αγχώνεσαι, να αγχώνεσαι για τα πάντα και περπατάς βιαστικά κοιτώντας γύρω σου όλους αυτούς που περπατάνε μαζί σου και συνειδητοποιώντας τις διαφορές σου απ’ αυτούς τους ανθρώπους που φαίνονται σχεδόν διάφανοι μέσα στη νύχτα.

Μέχρι που κοιτάς το χέρι σου και βλέπεις από μέσα του τις ρωγμές του πεζοδρομίου που τόσο καλά ξέρεις και ελαττώνεις την ταχύτητά σου.